- κοιλίαν
- κοιλίᾱν , κοιλίαcavity of the bodyfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
VENTRICULUS Victimae — inter partes Sacerdoti assignatas, memoratur Mosi, Deuteron. c. 18. v. 3. ubi Graeci vocem Hebr. Gap desc: Hebrew ἔνυςτρον reddunt. Est autem ἔνυςτρον Hesychio τὸ μέγα ἔντερον τῶ ξώων, ἡ κοιλία, magnum animalium intestinum, venter. Aliis ἠνυςτρον … Hofmann J. Lexicon universale
Diogenes von Sinope — (griech.: Διογένης ὁ Σινωπεύς Diogenēs ho Sinōpeus; * um 400 v. Chr. in Sinope; † 324/323 v. Chr. in Korinth) war ein griechischer Philosoph und wird mit seinem Lehrer Antisthenes als der Begründer des Kynismus beze … Deutsch Wikipedia
BAUBO — mulier quaedam, quae cum Ceretem hospitiô suscepisset, ei nescio quam obtulit potionem, quam ipsa tota colliquata lacrimis, ob filiae mortem, bibere nolens, respuit. Baubo illud moleste ferens, et non tantae auctoritatis Deam esse putans,… … Hofmann J. Lexicon universale
ήνυστρο — Το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών, στο οποίο πραγματοποιείται η πέψη και δημιουργείται η πυτιά ή γαλιμίδι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, το ή. αναφέρεται ως αγαπητό φαγητό των αρχαίων Αθηναίων. * * * το (Α ἤνυστρον) το τέταρτο στομάχι τών… … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
επικάτειμι — ἐπικάτειμι (Α) κατεβαίνω σε κάτι («ἐπικατιόντος τοῡ νοσήματος ἐς τὴν κοιλίαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάτειμι (μέλλ. τού ρ. κατέρχομαι)] … Dictionary of Greek
ζαντός — ή, ό 1. τρελός, ζουρλός 2. παροιμ. «ζαντού ψωμίν σε φρόνιμον κοιλίαν» για τους συνετούς που επωφελούνται από την αφροσύνη τών άλλων … Dictionary of Greek
καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] … Dictionary of Greek
κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… … Dictionary of Greek